- τολυπεύω
- Α [τολύπη]1. παρασκευάζω τολύπη, κάνω τουλούπα («οὔκουν δεινὸν ταυτὶ ταύτας ῥαβδίζειν καὶ τολυπεύειν», Αριστοφ.)2. τελειώνω, περατώνω κάτι («δόμον τολυπεύειν», Ανθ. Παλ.)3. υπομένω, υποφέρω («ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ καὶ πάθεν ἄλγεα», Ομ. Ιλ.)4. μτφ. α) μηχανεύομαι, κατεργάζομαι («ἐγὼ δὲ δόλους τολυπεύω», Ομ. Οδ.)β) προξενώ, προκαλώ («φανερὸν Θρῃξὶν πένθος τολυπεύσας», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.